Η ιδιοτυπία

Η ιδιοτυπία
— Η μελέτη των κοσμικών ακτινών - μοναδική πηγή (ως το 1953) σ. υψηλής ενέργειας - οδήγησε στην ανακάλυψη άλλων σ., στα οποία δόθηκε το όνομα «παράξενα σωματίδια» για τη διαφορετική συμπεριφορά τους από εκείνη των σ. των μέχρι τότε γνωστών σ. Πράγματι αυτά παράγονται πάντοτε κατά ζεύγη, σχηματιζόμενα από ένα μεσόνιο νέου τύπου, το (μεσόνιο Κ ή καόνιο) με μάζα περίπου τρεις φορές μεγαλύτερη από εκείνη των μεσόνιων π, και από ένα σ. με μάζα ανώτερη από εκείνη των νουκλεόνιων (υπερόνια Λ και Σ). Η συμπεριφορά αυτή αποκάλυπτε το νόμο της διατήρησης ενός νέου μεγέθους, στο οποίο δόθηκε το όνομα «ιδιοτυπία». Η ανακάλυψη άλλων υπερονίων* (Ξ,Ω) επιβεβαίωσε την ισχύ του νόμου της διατήρησης της ιδιοτυπίας των σ. αυτών, κατά τρόπο που, αν αποδοθεί συμβατικά στο μεσόνιο Κ ιδιοτυπία + 1, η ιδιοτυπία των υπερονίων προκύπτει αρνητική και έχει τέτοια τιμή ώστε το άθροισμα των ιδιοτυπιών των αλληλεπιδρώντων σ. να είναι ίσο προς εκείνο των παραγομένων σ. Η ιδιοτυπία, η οποία διατηρείται μόνο κατά τις ισχυρές αλληλεπιδράσεις και είναι μηδενική για τα μη παράξενα σ., αποχτά τιμές ίσες και αντίθετες για τα αντίστοιχα αντισωματίδια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ιδιοτυπία — η 1. ιδιορρυθμία: Η ιδιοτυπία αυτού του ποιήματος έγκειται στη γλώσσα. 2. παραξενιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιδιοτυπία — ἡ ιδιαίτερη μορφή, ιδιομορφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιό τυπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Θ. Παπάζογλου] …   Dictionary of Greek

  • αποκριά — Στην εκκλησιαστική ορολογία, η λέξη α. σημαίνει την τελευταία ημέρα της κρεοφαγίας πριν από την περίοδο της νηστείας. Έτσι στο πλαίσιο της Εκκλησίας, μέρες α. είναι εκείνες που προηγούνται των τεσσάρων μεγάλων νηστειών, δηλαδή της Μεγάλης… …   Dictionary of Greek

  • βραχυγναθισμός — ο ιδιοτυπία ορισμένων βραχυκέφαλων ατόμων, των οποίων τα δύο κύρια ημιμόρια της κάτω γνάθου είναι βραχύτερα του κανονικού …   Dictionary of Greek

  • εξαίρεση — η (AM ἐξαίρεσις) [εξαίρω] χειρουργική αφαίρεση, εξαγωγή ξένου σώματος ή οργάνου νεοελλ. 1. ιδιοτυπία, απομάκρυνση από το κανονικό ή το συνηθισμένο («ο ηθικός άνθρωπος καταντά σήμερα να είναι εξαίρεση») 2. διάκριση, προτίμηση («ο δάσκαλος δεν… …   Dictionary of Greek

  • ιδιομορφία — η ιδιάζουσα μορφή ή ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ιδιότητες, η ιδιοτυπία. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. singularite < λατ. singularitas «μοναδικότητα»] …   Dictionary of Greek

  • ιδιοτροπία — η (Α ἰδιοτροπία) [ιδιότροπος] 1. η ιδιότητα τού ιδιότροπου, η ιδιορρυθμία, η ιδιοτυπία 2. δυστροπία, παραξενιά, στρυφνότητα αρχ. 1. ιδιαίτερος τρόπος 2. ιδιοσυγκρασία …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κοινοπραξία — Ένωση ατόμων ή επιχειρήσεων, που πραγματοποιείται επειδή οι συμμετέχοντες σε αυτήν κρίνουν ωφέλιμο (ή αναγκάζονται από τις συνθήκες) να επιλύσουν ένα κοινό πρόβλημα αναπτύσσοντας κοινή δραστηριότητα. Οι κ. μπορεί να έχουν πολύ διαφορετικούς… …   Dictionary of Greek

  • μαθητεία — Όρος του εργατικού δικαίου που δηλώνει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο μαθητευόμενος, γενικά σε ηλικία 14 έως 20 ετών, κατά την πρακτική εκμάθηση ενός επαγγέλματος ή ειδικότητας, κυρίως στον βιομηχανικό και στον βιοτεχνικό τομέα, υπό την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”